- απροθυμία
- ηη έλλειψη προθυμίας: Έδειξε μεγάλη απροθυμία να με εξυπηρετήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπροθυμία — ἀπροθυμίᾱ , ἀπροθυμία want of readiness fem nom/voc/acc dual ἀπροθυμίᾱ , ἀπροθυμία want of readiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροθυμία — η (Μ ἀπροθυμία) έλλειψη προθυμίας … Dictionary of Greek
ἀπροθυμίαν — ἀπροθυμίᾱν , ἀπροθυμία want of readiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλοξενία — η (AM ἀφιλοξενία) [αφιλόξενος] έλλειψη φιλοξενίας, απροθυμία για φιλοξενία … Dictionary of Greek
δυστροπία — και δυστροπιά, η (AM δυστροπία) η ιδιότητα τού δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα νεοελλ. απροθυμία, αποφυγή … Dictionary of Greek
επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… … Dictionary of Greek
κρυάδα — (Μ κρυάδα) 1. το αίσθημα τού κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα 2. κρυολόγημα στον πληθ. οι κρυάδες ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο νεοελλ. 1. ανατριχίλα, φρικίαση 2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία 3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε») 4. φρ.… … Dictionary of Greek
οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
πολύοκνος — ον, Α πολύ οκνός, βραδυκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄκνος (Ι) «δισταγμός, απροθυμία» (πρβλ. δύσ οκνος)] … Dictionary of Greek